Ἀριστέου

Ἀριστέου
Ἀρίστεας
masc gen sg (doric aeolic)
Ἀριστέης
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Απόκρυφα — Θρησκευτικά κείμενα που συνδέονται άμεσα με την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Είναι γραμμένα κατά μίμηση των κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής, δεν θεωρούνται όμως κανονικά. Ο όρος σήμαινε βιβλία μυστικά, κρυμμένα, γιατί θεωρούνταν τα ιερά… …   Dictionary of Greek

  • Αριστέας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Επικός ποιητής (6ος αι. π.Χ.). Ήταν ιερέας του Απόλλωνα και θαυματοποιός από την Προκόννησο. Σε αυτόν αποδίδονται τα Αριμάσπεια έπη, ένα φανταστικό ταξιδιωτικό μυθιστόρημα σε 1.000 εξάμετρους στίχους, από το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”